- σιναμική
- η(λ. αραβ.), είδος φυτού και φαρμάκου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιναμική — και σινναμική και σην(ν)αμική, η, Ν καθαρτικό φάρμακο από φύλλα τού φυτού κασσία το οποίο χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sinameki < αραβ. sinai meki] … Dictionary of Greek
σηνναμική — η, Ν βλ. σιναμική … Dictionary of Greek
σινναμική — η, Ν βλ. σιναμική … Dictionary of Greek
senamichie — senamichíe ( íi), s.f. – Plantă (Cassia angustifolia). – var. senamechie, siminichie. Mr. simănichie. tc. (arab.) senameki (Şeineanu, II, 332), cf. ngr. σιναμιϰή. Trimis de blaurb, 04.12.2008. Sursa: DER … Dicționar Român